- ὑακινθοειδής
- ὑᾰκινθοειδής, ές,A hyacinth-like,
ἄνθη Dsc.3.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνθη Dsc.3.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υακινθοειδής — ές / ὑακινθοειδής, ές, ΝΑ όμοιος με υάκινθο νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη, παλαιότερα γνωστό, εσφαλμένα, με την ονομασία ενδύμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑάκινθος + ειδής*. Ως… … Dictionary of Greek
ὑακινθοειδῆ — ὑακινθοειδής hyacinth like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑακινθοειδής hyacinth like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑακινθοειδής hyacinth like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)